- πονηρόπολις
- -εως, ἡ, ΜΑπόλη τών πονηρών, τών φαύλων.[ΕΤΥΜΟΛ. < πονηρός + πόλις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πονηρόπολις — Roguetown fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονηρόπολιν — πονηρόπολις Roguetown fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)